«Ακόμα και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι μπορεί να υπάρξει αντίσταση και ελπίδα».
Με ρεαλισμό και ειλικρίνεια στο έργο του ο Φάλαντα περιγράφει την καθημερινή ζωή των Γερμανών πολιτών και την αντίσταση που πρόβαλαν στον ναζισμό κάποιοι -λίγοι- «συνηθισμένοι» άνθρωποι.
Κεντρική ιστορία είναι αυτή των Κβάνγκελ, μια αληθινή ιστορία, την οποία ανακάλυψε ο συγγραφέας σε φακέλους της Γκεστάπο μετά το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Ότο Κβάνγκελ είναι ένας εργοδηγός σε εργοστάσιο επίπλων που έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο που φτιάχνει φέρετρα. Η Άννα είναι η γυναίκα του. Όταν ο γιος τους σκοτώνεται στον πόλεμο, αποφασίζουν να αντισταθούν με τον δικό τους τρόπο. Γράφουν κάρτ ποστάλ κατά του Χίτλερ που τις αφήνουν σε κεντρικά σημεία για να αφυπνίσουν τον Γερμανικό λαό.
Με άξονα αυτήν την ιστορία, ο Φάλαντα, δημιουργεί μια τοιχογραφία γεγονότων, προσώπων και εποχής. Μια διεισδυτική αποτύπωση χαρακτήρων, και των κινήτρων, των σκέψεων και της συμπεριφορά τους απέναντι στο καθεστώς.
Ο Φάλαντα δεν γράφει για ήρωες και μεγάλα κατορθώματα. Γράφει για «τους απλούς, καθημερινούς» ανθρώπους. Αυτούς που τα προβλήματα της επιβίωσης, η ανεργία, η ανέχεια, ο αγώνας για τον επιούσιο, δεν τους επιτρέπουν ούτε να ονειρευτούν. Κι όταν κάποιος τους δίνει υποσχέσεις και τους μοιράζει ψίχουλα, εκείνοι γραπώνονται από αυτόν. Και ξεχνάνε ότι η εξουσία δε νοιάζεται, δε χαρίζει. Καταβροχθίζει. Την ενέργειά τους, τις σχέσεις τους, τα όνειρά τους, την ίδια τους την ύπαρξη.
Μπορεί κάποιος να αντιδράσει; Υπάρχει αντιμετώπιση, διαφυγή, ελευθερία; Υπάρχει χώρος ν΄ αγωνιστείς, να απαιτήσεις, να διεκδικήσεις;
«Ο καθένας με τις δυνάμεις του, το βασικότερο να αντιστέκεσαι», λέει ο Φάλαντα.
Και ο τίτλος;
«Ο καθένας πεθαίνει μόνος του», λέει ο Φάλαντα. Και συμπληρώνει: «Όχι, δεν είναι ένα έργο για το θάνατο. Είναι ένα έργο για τη ζωή».
Και το πώς μπορείς να τη ζήσεις, συμπληρώνουμε εμείς.
«Δεν είναι πιασάρικος ο τίτλος» μας είπαν.
Ας τελειώνουμε με τα πιασάρικα.
Το μυθιστόρημα του Φάλαντα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αντιφασιστικής λογοτεχνίας. Μας αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο εγκαθίσταται στις ανθρώπινες συνειδήσεις ο ολοκληρωτισμός, απειλώντας με πλήρη αφανισμό τόσο την ψυχή όσο και το σώμα.
Μας υπενθυμίζει ότι ο ναζισμός δεν είναι ένα μουσειακό απολίθωμα του παρελθόντος, αλλά μια υπαρκτή απειλή στο σήμερα. Κάθε μυθιστόρημα όπως το “Ο καθένας πεθαίνει μόνος του” που περιγράφει τη φρίκη μιας τέτοιας κοινωνίας, είναι ένας ακόμη λόγος να παλέψουμε και να φωνάξουμε ακόμα πιο δυνατά: “Ποτέ ξανά!”
Χανς Φάλαντα
O Χανς Φάλαντα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Rudolf Ditzen) γεννήθηκε το 1893 στο Γκράιφσβαλντ και πέθανε το 1947 στο Βερολίνο. Το ψευδώνυμο του Φάλαντα είναι ένας συνδυασμός χαρακτήρων από τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμμ: ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού Hans in Luck και ένα άλογο με το όνομα Φάλαντα στο παραμύθι The Goose Girl.
Άσκησε διάφορα επαγγέλματα (τοπογράφος, λογιστής, νυχτοφύλακας, έμπορος δημητριακών και διαφημιστής, μεταφραστής και δημοσιογράφος). Επηρεασμένος αρχικά από τον εξπρεσιονισμό, εμφανίζεται στα γράμματα το 1920 με το μυθιστόρημά του “Ο νεαρός Goedeschal”. Ο Φάλαντα προσχωρεί στο καλλιτεχνικό κίνημα “Νέα Αντικειμενικότητα” και ασπάζεται τον κοινωνικό νατουραλισμό με τη συνειδητή χρήση του απλού ύφους. Το 1932 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Και τώρα ανθρωπάκο ;», το οποίο περιγράφει την καθημερινή ζωή των προλεταριοποιημένων μικροαστών. Με το βιβλίο αυτό ο Φάλαντα αποκτά παγκόσμια φήμη. Ακολουθούν δώδεκα περίπου μυθιστορήματα. Ξεχωρίζουν τα “Λύκος ανάμεσα σε λύκους” (1932), “Ο σιδερένιος Gustav” (1938), «Εφιάλτης» (1946) και το “Ο καθένας πεθαίνει μόνος του” (1946), εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του ζεύγους Otto και Elise Hampel, που εκτελέστηκαν από τους Ναζί, κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξαιτίας της αντιφασιστικής τους δράσης. Ο Φάλαντα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1947 από υπερβολική δόση υπνωτικών. Το 1950 κυκλοφορεί το πιο προσωπικό του βιβλίο, “Ο πότης”.
Το μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τον τίτλο «Μόνος στο Βερολίνο» σε μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση, από τις εκδόσεις «Πόλις».
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.